- οφθαλμός
- Το μάτι (βλ. λ.).
(Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων, στο οποίο οφείλεται η κατά μήκος ανάπτυξη των βλαστών και χάρη στο οποίο δημιουργούνται νέοι κλάδοι, νέα φύλλα, άνθη και ακολούθως καρποί. Είναι γνωστό και ως μάτι.
Τυπικά, σε έναν ο. διακρίνεται το αρχέφυτρο ή μεριστικός κώνος στη βάση του οποίου υπάρχουν μικροσκοπικά εξογκώματα, τα οποία διαδοχικά εξελίσσονται σε λέπια και νεαρά φύλλα, πολύ κοντά στην κορυφή του. Τα νεαρά αυτά φύλλα και τα λέπια περιβάλλουν στενά το αρχέφυτρο, συγκλίνοντας συνήθως μεταξύ τους πάνω από αυτό και το προστατεύουν από ζημιές που μπορεί να προκληθούν από μηχανικά αίτια ή κλιματολογικούς παράγοντες. Στα φυτά, που οι ο. τους οφείλουν vα αντιμετωπίσουν σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, στο εξωτερικό των ο. παράγονται δερματώδη καλυπτήρια λέπια, που τους προστατεύουν από το υπερβολικό ψύχος και την υγρασία, συχνά μάλιστα τα λέπια υποβοηθούνται από ρητινώδεις εκκρίσεις ή τρίχες περισσότερο ή λιγότερο πυκνές.
Οι επάκριοι ο . δηλαδή αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς και οι πλάγιοι που αντιστοιχούν στις μασχάλες των φύλλων, ανάλογα με τη φύση της διαφοροποίησης που γνωρίζει το βλάστημα, μπορούν να είναι βλαστοφόροι, εφόσον καθορίζουν τη βλαστική ανάπτυξη, φυλλοφόροι, εφόσον παράγουν φύλλα, και ανθοφόροι εφόσον παράγουν άνθη. Εκτός από αυτούς υπάρχουν μεικτοί ή σύνθετοι o., οι οποίοι σε μια ορισμένη στιγμή σταματούν την εξέλιξη τους προς μία κατεύθυνση για να δεχθούν μια άλλη: τέτοια είναι η περίπτωση της μουσμουλιάς, όπου επάκριοι ο. που έχουν αρχική αποστολή την επιμήκυνση του βλαστού και των κλάδων, καθώς και την παραγωγή φύλλων, δίνουν έπειτα ένα άνθος, σταματώντας την ανάπτυξη του βλαστού.
Η γνώση της συμπεριφοράς και της φύσης των διάφορων o., που είναι στοιχεία χαρακτηριστικά για το κάθε είδος, έχει σημασία για την τεχνική του κλαδέματος των καλλιεργούμενων φυτών.
Τα φυτά μπορούν να σχηματίζουν ενίοτε ο. χωρίς τάξη και χαρακτηριστικές θέσεις, ο. τυχαίους ή επίκτητους, στις ρίζες, στα ριζώματα, στα φύλλα και στις διάφορες ζώνες του βλαστού. Το γεγονός επιβεβαιώνεται κατά τον πολλαπλασιασμό των φυτών με μοσχεύματα ή καταβολάδες, ή όταν ένας κορμός βγάζει στη βάση του παραφυάδες, ή ακόμα όταν ένα φύλλο βεγόνιας τοποθετείται πάνω σε χώμα για να ριζοβολήσει (μόσχευμα φύλλου). Μπορούν τέλος, vα αναφερθούν οι λεγόμενοι λανθάνοντες o., δηλαδή αυτοί που μένουν για μια μακρά περίοδο κάτω από το φλοιό και οι οποίοι μόνο σε περίπτωση κάποιου ερεθισμού, όπως η πρόκληση ζημιάς πάνω από αυτούς, κινούνται προς τα έξω και αναπτύσσονται γρήγορα. Σε μερικά φυτά, όπως η οξιά, είναι ιδιαίτερα πολυάριθμοι και φαίνονται σαν μικρά εξογκώματα κάτω από τον φλοιό.
* * *ο (ΑΜ ὀφθαλμός)1. το όργανο τής όρασης, το μάτι2. μικρό φύμα τού φυτικού βλαστού το οποίο αναπτύσσεται σε νέο βλαστό ή άνθος («πλείονες ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ κατὰ γῆς εἶεν», Ξεν.)3. αρχιτ. καθένα από τα μικρά σφαιρώματα στα οποία καταλήγουν οι έλικες τού ιωνικού κιονοκράνου4. παροιμ. φρ. α) «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῡ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» — λέγεται για αντεκδίκηση με ανταπόδοση ακριβώς τών ίσωνβ) «ἔστι Δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ» — κανένα αδίκημα δεν παραμένει ατιμώρητονεοελλ.1. (τυπογρ.) το άνω μέρος τού ανάγλυφου τμήματος ενός τυπογραφικού στοιχείου, δηλ. το μέρος εκείνο τού τυπογραφικού στοιχείου το οποίο μελανώνεται και τυπώνει στο χαρτί2. συν. στον πληθ. οι οφθαλμοίναυτ. άλλη ονομασία για τα όκια τού πλοίου3. φρ. α) «γυμνός οφθαλμός» — ο οφθαλμός μόνος του, χωρίς τη βοήθεια κάποιου οπτικού οργάνουβ) «τεχνητός οφθαλμός» — όργανο που χρησιμοποιείται για αντικατάσταση τού οφθαλμούγ) «έχω προ τών οφθαλμών μου» ή «έχω υπό τους οφθαλμούς μου» — έχω μπροστά μου, κάτω από τα μάτια μουδ) «εν ριπή οφθαλμού» — αμέσως, στη στιγμήε) «αποστρέφω τους οφθαλμούς» — δεν θέλω ή δεν μπορώ να ατενίσω κάποιον κατά πρόσωποαρχ.1. αυτός που κυριαρχεί ή που κυβερνά ή ο δεσπότης2. καθετί το πολυτιμότατο και άριστο («ποθέω στρατιᾱς ὀφθαλμὸν ἐμᾱς», Πίνδ.)3. φως, αποκάλυψη («μέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», Σοφ.)4. χειρουργικός επίδεσμος που κάλυπτε το ένα ή και τα δύο μάτια5. το σημείο από το οποίο αναβλύζει το νερό τής πηγής6. φρ. α) «ἐν ὀφθαλμοῑς» ή «κατ' ὀφθαλμούς» ή «ε(ἰ)ς ὀφθαλμούς» — ενώπιον κάποιου, κατά πρόσωποβ) «ὀφθαλμὸς οἴκων» — ο βασιλέαςγ) «ὀφθαλμὸς βασιλέως» — κατάσκοπος τού βασιλέωςδ) «ἑσπέρας ὀφθαλμός» ή «νυκτὸς ὀφθαλμός» — η σελήνηε) «ουράνιος οφθαλμός» — ο ήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. όπωπα.ΠΑΡ. οφθαλμία, οφθαλμίδιο(ν), οφθαλμικός, οφθαλμίτις(-ιδα.)αρχ.οφθαλμηδόν, οφθαλμίας, οφθάλμιοςαρχ.-μσν.οφθαλμίζωμσν.οφθαλμιαίος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οφθαλμοειδής, οφθαλμοφανήςαρχ.οφθαλμοβόλος, οφθαλμοβόρος, οφθαλμοδουλεία, οφθαλμόδουλος, οφθαλμοπλανία, οφθαλμοπόνος, οφθαλμορρεπής, οφθαλμόσοφος, οφθαλμοστατήρ, οφθαλμότεγκτος, οφθαλμωρύχοςμσν.οφθαλμοκλέπτηςνεοελλ.οφθαλμαλγία, οφθαλμαντίδραση, οφθαλμαπάτη, οφθαλμεκτομία, οφθαλμιατρείο, οφθαλμίατρος, οφθαλμοβλεφαρικός, οφθαλμοβολή, οφθαλμογραφία, οφθαλμοδυναμόμετρο, οφθαλμόζωο, οφθαλμοκαρδιακός, οφθαλμοκήλη, οφθαλμοκονίαση, οφθαλμόλιθοι, οφθαλμολογία, οφθαλμολόγος, οφθαλμομαλακία, οφθαλμομετρία, οφθαλμόμετρο, οφθαλμοπάθεια, οφθαλμοπληγία, οφθαλμοπορνεία, οφθαλμοπόρνος, οφθαλμορραγία, οφθαλμόσαυρος, οφθαλμοσκοπία, οφθαλμοσκόπιο, οφθαλμοστάτης, οφθαλμοστρόφος, οφθαλμοτομία, οφθαλμοτονόμετρο, οφθαλμοτρόπιο, οφθαλμωδυνία. (Β' συνθετικό) γλαυκόφθαλμος, εξόφθαλμος, ετερόφθαλμος, λαγώφθαλμος, λοξόφθαλμος, μεγαλόφθαλμος, μελανόφθαλμος, μικρόφθαλμος, μονόφθαλμος, πολυόφθαλμοςαρχ.αιγόφθαλμος, αιλουρόφθαλμος, αιωνόφθαλμος, αραιόφθαλμος, γερανόφθαλμος, γοργόφθαλμος, ενόφθαλμος, ηδυόφθαλμος, κοιλόφθαλμος, λαγ(ω)όφθαλμος, λαμπρόφθαλμος, λευκόφθαλμος, λυκόφθαλμος, μαλακόφθαλμος, μεσόφθαλμος, μυριόφθαλμος, πλατυόφθαλμος, πονηρόφθαλμος, πυκνόφθαλμος, ριψόφθαλμος, σκληρόφθαλμος, στερνόφθαλμος, ταυρόφθαλμος, τετρόφθαλμος, τριόφθαλμος, τρυφερόφθαλμος, υγρόφθαλμος, υψηλόφθαλμος, υψόφθαλμος, φοβερόφθαλμος, χαρωπόφθαλμος, ψωρόφθαλμος, ωραιόφθαλμοςνεοελλ.αγριόφθαλμος, γαλανόφθαλμος, διόφθαλμος, καστανόφθαλμος, κοντόφθαλμος, κυανόφθαλμος, μακρόφθαλμος, φαιόφθαλμος, φλογόφθαλμος].
Dictionary of Greek. 2013.